- ηπερόπευμα
- ἠπερόπευμα, τό (Α) [ηπεροπεύω]το ξεγέλασμα, το ξεμυάλισμα γυναίκας από γοητευτικό άντρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἠπερόπευμα — cozener neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)